- χλάδω
- και χλάζω Α1. φουσκώνω από έπαρση ή από χαρά2. (για νερό) α) αναβράζω, κοχλάζωβ) (γενικά) θροΐζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστώτα, άγνωστης ετυμολ., τον οποίο υποθέτουμε με βάση τον τ. παρακμ. κέχλᾱδα, καθώς και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κεχληδέναιψοφεῖν, προσλαλεῖν. Η μορφή *χλάζω θεωρείται πιθανότερη από ό,τι μια μορφή *χλάδω (πρβλ. και τους ενεστ. κρά-ζω, κρί-ζω, που επίσης δηλώνουν ήχους). Ο τ. *χλάζω, τέλος, θα μπορούσε να παραβληθεί με τον ενεστ. κα-χλάζω*, ο οποίος εμφανίζει επιτατικό ενεστωτικό διπλασιασμό].
Dictionary of Greek. 2013.